- έργω
- ἔργω και ἐέργω (Α)1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.)2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.)3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν δόμον ἐντὸς ἔεργον», Ομ. Οδ.)4. παθ. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι5. εμποδίζω, συγκρατώ («τῆλέ μ’ ἐέργουσι ψυχαί», Ομ. Ιλ.)6. αποσοβῶ, απομακρύνω («ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργη μυῑαν», Ομ. Ιλ.)7. μέσ. ἔργομαιαπομακρύνομαι («ἔργετο... τῆς... πόλιος», Ηρόδ.)8. αποτρέπω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («εἴργει γὰρ τοὺς μὲν χρήματα, τοὺς δὲ νόος», θέογν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είργω].
Dictionary of Greek. 2013.